Εδώ δεν ανεβάζουμε τραγουδια απο συναυλίες αλλα αφου πήγαμε στην συναυλία του Θανάση(γιατί για εμάς είναι θανάσης )δεν ήταν εφικτό να μην σχολιάσουμε αυτό που εμείς εισπράξαμε, από μουσικής πλευράς η επιλογή τραγουδιών του Θανάση και των αλλων παιδιών μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις,Εκείνο που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το όπτικο μέρος της βραδυάς όπου ηταν έκδηλη η εναγώνια προσπάθεια του δημιουργού να στηλιτευσει την σαθρή περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και να δωσει τέλος στην ατέρμονη καπηλευση της ανθρώπινης νοημοσύνης απο τα μμε.Καλή συνέχεια Θανάση μας!
Σάββατο 25 Ιουνίου 2011
Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011
Στο "σφυρί" το πατρικό σπίτι του Κωστή Παλαμά
Στο «σφυρί» βγαίνει το πατρικό σπίτι του μεγάλου μας εθνικού ποιητή, Κωστή Παλαμά.
Για χρόνια οι Αρχές το είχαν αφήσει να ερημώσει και κανείς (ούτε η Πολιτεία αλλά ούτε και οι ιδιοκτήτες) δεν κίνησε τις απαραίτητες διαδικασίες ώστε το πατρικό του να χαρακτηριστεί ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έτσι, σύμφωνα με το dete, ένα μεσιτικό γραφείο αποφάσισε να βρει νέους αγοραστές για το ιστορικό πατρικό, η αξία του οποίοι ανέρχεται στο 1,5 εκατομμύριο ευρώ!
Το μόνο που θυμίζει τον ιστορικό χαρακτήρα αυτού του σπιτιού είναι μια εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή, ενώ ως τραγική ειρωνεία ακούγεται το σονέτο που είχε γράψει ο μεγάλος μας ποιητής ώστε να τιμήσει την πόλη που γεννήθηκε, την Πάτρα:
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι / Στοιχειό είναι και μα προσκαλεί, ψυχή και με προσμένει / Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα / Στα μάτια μου όλο υψώνεται, όλα και μ´ του τα νιάτα / Το σπίτι ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα / Κι ανόθευτο κι αχάλαστο και με προσμένει ακόμα / Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι / Στοιχειό και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει»…
Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011
...κ η ποίησης είναι το καταφύγιο που θφονούμε
ποίηση η: 1α. η τέχνη της σύνθεσης, της δημιουργίας λογοτεχνικών έργων σε στίχους (σε αντιδιαστολή με την πεζογραφία, τον πεζό λόγο), β. το ποιητικό δημιούργημα, το ποίημα. 2. τα διάφορα ποιητικά είδη, τεχνοτροπίες κτλ. 3. το σύνολο της ποιητικής δημιουργίας, των ποιητικών έργων μιας περιόδου, ενός ποιητή, ενός έθνους κτλ. 4. η αισθητική και συναισθηματική αξία, διάθεση, η μαγεία.
καταφύγιο το: 1α. τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ. κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση, β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο στο οποίο κασταφεύγουμε, από το οποίο ζητούμε βοήθεια και προστασία, β. χρησιμοποιώ κτ. ως μέσο για να δώσω λύση σε κτ. που με βασανίζει ή για να βρω ανακούφιση.
φθονώ: αισθάνομαι φθόνο για κπ.
φθόνος ο: το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την ευτυχία, την επιτυχία ή την υπεροχήτων άλλων.
Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011
Ανοίγει ο "φάκελος" του θανάτου του Π. Νερούδα
Η δικαιοσύνη της Χιλής συμφώνησε να ξεκινήσει έρευνα για τον θάνατο του Πάμπλο Νερούδα το 1973, στον απόηχο μαρτυριών που δημιουργούν αμφιβολίες για τις συνθήκες θανάτου του από καρκίνο και κάνουν λόγο για δολοφονία.
Έντγκαρ Άλαν Πόε (θρύλοι και δοξασίες)
Εδώ και εξήντα χρόνια ένας μυστηριώδης άνδρας αφήνει τρία τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του Πόε.
Τον ονομάζουν Poe toasted (αυτός που πίνει με τον Πόε), κανένας δεν είδε το πρόσωπο του, ένα μεγάλο μαύρο καπέλο σκεπάζει τα χαρακτηριστικά του, επισκέπτεται το νεκροταφείο της Βαλτιμόρης στις 19 Ιανουαρίου και αφήνει τρία τριαντάφυλλα και ένα μισογεμάτο μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του Αμερικανού συγγραφέα.
Τον ονομάζουν Poe toasted (αυτός που πίνει με τον Πόε), κανένας δεν είδε το πρόσωπο του, ένα μεγάλο μαύρο καπέλο σκεπάζει τα χαρακτηριστικά του, επισκέπτεται το νεκροταφείο της Βαλτιμόρης στις 19 Ιανουαρίου και αφήνει τρία τριαντάφυλλα και ένα μισογεμάτο μπουκάλι κονιάκ στον τάφο του Αμερικανού συγγραφέα.
Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ(The raven)EDGAR ALLAN POE
ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν, | |
πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, | |
έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος, | |
όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου. | |
5 | «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου— |
Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω». |
Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη, | |
και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλώνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα. | |
Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο — μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου | |
10 | ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ |
την εξαίρετη κι’ απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ — | |
εδώ όμως μένει παντοτινά.χωρίς όνομα να την καλούν. |
Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας, | |
μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούε τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν. | |
15 | Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα: |
«Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει. | |
Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει. | |
Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο». |
Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό. | |
20 | «Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας, |
αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, | |
και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου, | |
που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» — εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα — | |
σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο. |
25 | Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκότάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος, |
την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί. | |
Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο, | |
και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ». | |
Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ». | |
30 | Απλώς αυτό και άλλο τίποτα. |
Ξαναγυρίζοντας στην κάμερα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου | |
και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο. | |
«Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου, | |
ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω— | |
35 | ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό— |
Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα». |
Σε αυτό το σημείο ανοίγω το πατζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα, | |
εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών. | |
Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του, | |
40 | αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου- |
κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου- | |
κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. |
Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο, | |
με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε. | |
45 | Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι, |
ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας— | |
για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!» | |
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι. |
Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα, | |
50 | μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε — μεγάλη συνάφεια δεν είχε. |
Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον | |
ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του— | |
είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του, | |
να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια». |
55 | Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα |
εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις. | |
Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε— | |
Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε— | |
Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές». | |
60 | Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια». |
Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε, | |
είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό | |
που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή | |
τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν, | |
65 | μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο |
του Ποτέ — Ποτέ πια». |
Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο, | |
Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα. | |
Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη, | |
70 | Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί, 70 |
Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί | |
Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια». |
Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή | |
στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου· | |
75 | Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, 75 |
στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας. | |
Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας, | |
και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια. |
Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι | |
80 | που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο. 80 |
«Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα | |
Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ! | |
Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ». | |
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι. |
85 | «Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος |
είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά, | |
Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια — | |
σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, | |
πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;» | |
90 | «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι. |
«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος! | |
Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε— | |
Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ, | |
Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ- | |
95 | Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ— |
Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι». | |
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι. |
«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!» | |
Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης — | |
100 | «Να επιστέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας! |
Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου! | |
Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου! | |
Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ' την πόρτα μου!» | |
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι. |
105 | Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται, |
στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμερας | |
και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει, | |
και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του· | |
και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα, | |
110 | δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια. |
ΜΑΧΑΙΡΙ (Βιβή Χαντζαρά)
Αίμα, κοιτάχτε αίμα
Απ την τσέπη έβγαλε τα χέρια
Αρκέστηκε στο βουβό το βλέμμα
Και κράτησε τα δύο μαχαίρια
Απ’ το παράθυρο κοιτά
Κι ο θάνατος τον χαιρετά
Του ψιθυρίζει γλυκά στ΄αυτί
Πως θα του πάρει την ζωή
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι
Τα μάτια κλείνει στο προσκεφάλι
Το όπλο βάζει στην καρδιά του
Και έβαλε τέλος στην μοναξιά του.
the mine crow (Βιβή Χαντζαρά)
Δεν ξέρω αν είναι αποκύημα
Της βλοσυρής μου φαντασίας
Μα είναι όμως το νόσημα
Της παρακάτω ιστορίας
Πως το μαύρο το γνωστό κοράκι
Σαν άκουγε το όνομα Leonore
Φώναζε στον αφέντη του, το Nevermore
Ξάπλωσε στο γεμάτο αίμα αυλάκι
Και το αυλάκι ήταν κόκκινο
Αφού είχα ξεριζώσει την καρδιά μου
Σαν το πουλί την έτρωγε
Αδειάσανε τα σωθικά μου
Που για χάρη της Leonore
Εγώ το εκδικήθηκα
Πέθανε, δεν λυπήθηκα
Παρά μόνο σαν με κοίταξε ,του είπα εγώ το Nevermore
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)